ανομοιογενής

ανομοιογενής
-ές (Α ἀνομοιογενής)
1. αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γένος
2. αυτός που αποτελείται από ανόμοια μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανομοιογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που είναι διαφορετικής καταγωγής ή προέλευσης: Ο πληθυσμός της χώρας αυτής είναι ανομοιογενής. Ουσ. ανομοιογένεια, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνομοιογενῆ — ἀνομοιογενής of different kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνομοιογενής of different kind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενεῖ — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενεῖς — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem acc pl ἀνομοιογενής of different kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενές — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem voc sg ἀνομοιογενής of different kind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενοῦς — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενέσι — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενέσιν — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενῶν — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενῶς — ἀνομοιογενής of different kind adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”